Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προησσάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθεραπεύω
πρόθεσις
προθέσμιος
προθεσπίζω
προθέω
προθέω
προθνῄσκω
πρόθρονος
προθρυλέω
προθρῴσκω
πρόθυμα
προθυμέομαι
προθυμητέος
προθυμία
View word page
προθεσπίζω
προθεσπίζω fut. σω to foretell, Aesch.

ShortDef

to foretell

Debugging

Headword:
προθεσπίζω
Headword (normalized):
προθεσπίζω
Headword (normalized/stripped):
προθεσπιζω
IDX:
27558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27590
Key:
proqespi/zw

Data

{'content': 'προθεσπίζω\n fut. σω\n to foretell, Aesch.', 'key': 'proqespi/zw'}