Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προησσάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθεραπεύω
πρόθεσις
προθέσμιος
προθεσπίζω
προθέω
προθέω
προθνῄσκω
πρόθρονος
προθρυλέω
προθρῴσκω
πρόθυμα
View word page
προθεραπεύω
προθεραπεύω fut. σω to prepare beforehand, Plat. to court beforehand, Plut.
ShortDef
to prepare beforehand
Debugging
Headword:
προθεραπεύω
Headword (normalized):
προθεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
προθεραπευω
IDX:
27555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27587
Key:
proqerapeu/w
Data
{'content': 'προθεραπεύω\n fut. σω\n to prepare beforehand, Plat.\n to court beforehand, Plut.', 'key': 'proqerapeu/w'}