Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προέχω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητής
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προησσάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθεραπεύω
πρόθεσις
προθέσμιος
προθεσπίζω
προθέω
προθέω
προθνῄσκω
View word page
προήκω
προήκω fut. -ήξω to have gone before, be the first, Thuc., Xen. to have advanced, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.; εἰς τοῦτο προήκειν to have come to this pass, Dem.; of Time, τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut. to reach beyond, τῆς ἄρκυος Xen.

ShortDef

to have gone before, be the first

Debugging

Headword:
προήκω
Headword (normalized):
προήκω
Headword (normalized/stripped):
προηκω
IDX:
27551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27583
Key:
proh/kw

Data

{'content': 'προήκω\n fut. -ήξω\n to have gone before, be the first, Thuc., Xen.\n to have advanced, πρ. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.; εἰς τοῦτο προήκειν to have come to this pass, Dem.; of Time, τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut.\n to reach beyond, τῆς ἄρκυος Xen.', 'key': 'proh/kw'}