Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προευαγγελίζομαι
προευλαβέομαι
προεφοδεύομαι
προέχω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητής
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προησσάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθεραπεύω
πρόθεσις
προθέσμιος
προθεσπίζω
View word page
προηγουμένως
προηγουμένως adverbial part. of προηγέομαι beforehand, antecedently, Plut.

ShortDef

beforehand, antecedently

Debugging

Headword:
προηγουμένως
Headword (normalized):
προηγουμένως
Headword (normalized/stripped):
προηγουμενως
IDX:
27548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27580
Key:
prohgoume/nws

Data

{'content': 'προηγουμένως\n adverbial part. of προηγέομαι\n beforehand, antecedently, Plut.', 'key': 'prohgoume/nws'}