Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνείρομαι
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
View word page
ἀνέργαστος
ἀνέργαστος ἐργάζομαι unwrought, untilled, Luc.
ShortDef
unwrought, untilled
Debugging
Headword:
ἀνέργαστος
Headword (normalized):
ἀνέργαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεργαστος
IDX:
2757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2758
Key:
a)ne/rgastos
Data
{'content': 'ἀνέργαστος\n ἐργάζομαι\n unwrought, untilled, Luc.', 'key': 'a)ne/rgastos'}