Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προετοιμάζω
προευαγγελίζομαι
προευλαβέομαι
προεφοδεύομαι
προέχω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητής
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προησσάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθεραπεύω
πρόθεσις
προθέσμιος
View word page
προήγορος
προήγορος προ-ήγορος, ὁ, ἀγορά one who speaks in behalf of others, an advocate.

ShortDef

one who speaks in behalf of

Debugging

Headword:
προήγορος
Headword (normalized):
προήγορος
Headword (normalized/stripped):
προηγορος
IDX:
27547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27579
Key:
proh/goros

Data

{'content': 'προήγορος\n προ-ήγορος, ὁ,\n ἀγορά\n one who speaks in behalf of others, an advocate.', 'key': 'proh/goros'}