Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προετικός
προετοιμάζω
προευαγγελίζομαι
προευλαβέομαι
προεφοδεύομαι
προέχω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητής
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προησσάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθεραπεύω
πρόθεσις
View word page
προηγορία
προηγορία προηγορία, ἡ, a speaking in behalf of others, Luc.
ShortDef
a speaking in behalf of
Debugging
Headword:
προηγορία
Headword (normalized):
προηγορία
Headword (normalized/stripped):
προηγορια
IDX:
27546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27578
Key:
prohgori/a
Data
{'content': 'προηγορία\n προηγορία, ἡ,\n a speaking in behalf of others, Luc.', 'key': 'prohgori/a'}