Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόεσις
προετικός
προετοιμάζω
προευαγγελίζομαι
προευλαβέομαι
προεφοδεύομαι
προέχω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητής
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
προήκω
προησσάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθεραπεύω
View word page
προηγορέω
προηγορέω fut. ήσω προήγορος to speak on the part of others, Xen.; πρ. τινί to speak for another, Plut.
ShortDef
to speak on the part of
Debugging
Headword:
προηγορέω
Headword (normalized):
προηγορέω
Headword (normalized/stripped):
προηγορεω
IDX:
27545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27577
Key:
prohgore/w
Data
{'content': 'προηγορέω\n fut. ήσω\n προήγορος\n to speak on the part of others, Xen.; πρ. τινί to speak for another, Plut.', 'key': 'prohgore/w'}