Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερύω
προέρχομαι
πρόεσις
προετικός
προετοιμάζω
προευαγγελίζομαι
προευλαβέομαι
προεφοδεύομαι
προέχω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητής
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
προήκης
View word page
προεφοδεύομαι
προεφοδεύομαι Pass. to be traversed before, Strab.

ShortDef

to be traversed before

Debugging

Headword:
προεφοδεύομαι
Headword (normalized):
προεφοδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προεφοδευομαι
IDX:
27540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27572
Key:
proefodeu/omai

Data

{'content': 'προεφοδεύομαι\n Pass. to be traversed before, Strab.', 'key': 'proefodeu/omai'}