Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεργάζομαι
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερύω
προέρχομαι
πρόεσις
προετικός
προετοιμάζω
προευαγγελίζομαι
προευλαβέομαι
προεφοδεύομαι
προέχω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητής
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
προήδομαι
View word page
προευλαβέομαι
προευλαβέομαι aor1 -ευλαβήθην Dep.:— to take heed, be cautious beforehand, Dem.
ShortDef
to take heed, be cautious beforehand
Debugging
Headword:
προευλαβέομαι
Headword (normalized):
προευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
προευλαβεομαι
IDX:
27539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27571
Key:
proeulabe/omai
Data
{'content': 'προευλαβέομαι\n aor1 -ευλαβήθην\n Dep.:— to take heed, be cautious beforehand, Dem.', 'key': 'proeulabe/omai'}