Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προεποικέω
προεργάζομαι
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερύω
προέρχομαι
πρόεσις
προετικός
προετοιμάζω
προευαγγελίζομαι
προευλαβέομαι
προεφοδεύομαι
προέχω
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητής
προηγορέω
προηγορία
προήγορος
προηγουμένως
View word page
προευαγγελίζομαι
προευαγγελίζομαι Dep. to preach the gospel beforehand, NTest.

ShortDef

to preach the gospel beforehand

Debugging

Headword:
προευαγγελίζομαι
Headword (normalized):
προευαγγελίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προευαγγελιζομαι
IDX:
27538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27570
Key:
proeuaggeli/zomai

Data

{'content': 'προευαγγελίζομαι\n Dep. to preach the gospel beforehand, NTest.', 'key': 'proeuaggeli/zomai'}