Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνείρομαι
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθριάω
View word page
ἀνέραστος
ἀνέραστος not loved, Luc. act. not loving, Anth.
ShortDef
not loved
Debugging
Headword:
ἀνέραστος
Headword (normalized):
ἀνέραστος
Headword (normalized/stripped):
ανεραστος
IDX:
2756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2757
Key:
a)ne/rastos
Data
{'content': 'ἀνέραστος\n not loved, Luc.\n act. not loving, Anth.', 'key': 'a)ne/rastos'}