Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεξορμάω
προεπαγγέλλω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
προεπιβουλεύω
προεπιξενόομαι
προεπιπλήσσω
προεπισκοπέω
προεπίσταμαι
προεπιχειρέω
προεποικέω
προεργάζομαι
προερέσσω
προερευνάω
προερέω
προερύω
προέρχομαι
πρόεσις
προετικός
προετοιμάζω
View word page
προεπιχειρέω
προεπιχειρέω fut. ήσω to be the first to attack, Thuc., Plut., etc. c. inf. to attempt beforehand, Plut.
ShortDef
to be the first to attack
Debugging
Headword:
προεπιχειρέω
Headword (normalized):
προεπιχειρέω
Headword (normalized/stripped):
προεπιχειρεω
IDX:
27527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27559
Key:
proepixeire/w
Data
{'content': 'προεπιχειρέω\n fut. ήσω\n to be the first to attack, Thuc., Plut., etc.\n c. inf. to attempt beforehand, Plut.', 'key': 'proepixeire/w'}