Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνείρομαι
ἀνέρπω
View word page
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφθονος without reproach, Soph.; ἀν. ἐστι πᾶσιν ʼtis no reproach to any one, Thuc.; ἀνεπιφθονώτατον least invidious, Dem. adv. -νως so as not to create odium, Thuc.

ShortDef

without reproach

Debugging

Headword:
ἀνεπίφθονος
Headword (normalized):
ἀνεπίφθονος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιφθονος
IDX:
2754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2755
Key:
a)nepi/fqonos

Data

{'content': 'ἀνεπίφθονος\n without reproach, Soph.; ἀν. ἐστι πᾶσιν ʼtis no reproach to any one, Thuc.; ἀνεπιφθονώτατον least invidious, Dem. adv. -νως so as not to create odium, Thuc.', 'key': 'a)nepi/fqonos'}