Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξεπίσταμαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξεφίεμαι
προεξορμάω
προεπαγγέλλω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
προεπιβουλεύω
προεπιξενόομαι
προεπιπλήσσω
προεπισκοπέω
View word page
προεξετάζω
προεξετάζω fut. σω to examine before, Luc.
ShortDef
to examine before
Debugging
Headword:
προεξετάζω
Headword (normalized):
προεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
προεξεταζω
IDX:
27515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27547
Key:
proeceta/zw
Data
{'content': 'προεξετάζω\n fut. σω\n to examine before, Luc.', 'key': 'proeceta/zw'}