Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προεξαμαρτάνω
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξεπίσταμαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξεφίεμαι
προεξορμάω
προεπαγγέλλω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
προεπιβουλεύω
προεπιξενόομαι
προεπιπλήσσω
View word page
προεξέρχομαι
προεξέρχομαι Dep. to go out before, τῷ πεζῷ with the infantry, Thuc.

ShortDef

to go out before

Debugging

Headword:
προεξέρχομαι
Headword (normalized):
προεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προεξερχομαι
IDX:
27514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27546
Key:
proece/rxomai

Data

{'content': 'προεξέρχομαι\n Dep. to go out before, τῷ πεζῷ with the infantry, Thuc.', 'key': 'proece/rxomai'}