Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαμαρτάνω
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξεπίσταμαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξεφίεμαι
προεξορμάω
προεπαγγέλλω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
προεπιβουλεύω
View word page
προεξερευνάω
προεξερευνάω contr. προὐξ- fut. ήσω to investigate before, Eur.
ShortDef
to investigate before
Debugging
Headword:
προεξερευνάω
Headword (normalized):
προεξερευνάω
Headword (normalized/stripped):
προεξερευναω
IDX:
27512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27544
Key:
proecereuna/w
Data
{'content': 'προεξερευνάω\n contr. προὐξ-\n fut. ήσω\n to investigate before, Eur.', 'key': 'proecereuna/w'}