Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεξάγω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαμαρτάνω
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξεπίσταμαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξεφίεμαι
προεξορμάω
προεπαγγέλλω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπαφίημι
View word page
προεξεπίσταμαι
προεξεπίσταμαι contr. προὐξ- Dep. to know well before, Aesch.
ShortDef
to know well before
Debugging
Headword:
προεξεπίσταμαι
Headword (normalized):
προεξεπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προεξεπισταμαι
IDX:
27511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27543
Key:
proecepi/stamai
Data
{'content': 'προεξεπίσταμαι\n contr. προὐξ-\n Dep. to know well before, Aesch.', 'key': 'proecepi/stamai'}