Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαμαρτάνω
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξεπίσταμαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξεφίεμαι
προεξορμάω
προεπαγγέλλω
προεπαινέω
προεπανασείω
View word page
προεξελαύνω
προεξελαύνω fut. -ελάσω to ride out before, Plut. π. πλοίῳ to run out in a ship before, Plut.
ShortDef
to ride out before
Debugging
Headword:
προεξελαύνω
Headword (normalized):
προεξελαύνω
Headword (normalized/stripped):
προεξελαυνω
IDX:
27510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27542
Key:
proecelau/nw
Data
{'content': 'προεξελαύνω\n fut. -ελάσω\n to ride out before, Plut.\n π. πλοίῳ to run out in a ship before, Plut.', 'key': 'proecelau/nw'}