Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεπίμικτος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνείρομαι
View word page
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπιτίμητος ἐπιτιμάω not to be censured, τινος for a thing, Dem.
ShortDef
not to be censured
Debugging
Headword:
ἀνεπιτίμητος
Headword (normalized):
ἀνεπιτίμητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτιμητος
IDX:
2753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2754
Key:
a)nepiti/mhtos
Data
{'content': 'ἀνεπιτίμητος\n ἐπιτιμάω\n not to be censured, τινος for a thing, Dem.', 'key': 'a)nepiti/mhtos'}