Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαμαρτάνω
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξεπίσταμαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
προεξεφίεμαι
View word page
προεξαπατάω
προεξαπατάω fut. ήσω to deceive before, Arist.

ShortDef

to deceive before

Debugging

Headword:
προεξαπατάω
Headword (normalized):
προεξαπατάω
Headword (normalized/stripped):
προεξαπαταω
IDX:
27506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27538
Key:
proecapata/w

Data

{'content': 'προεξαπατάω\n fut. ήσω\n to deceive before, Arist.', 'key': 'proecapata/w'}