Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προὐννέπω
προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαμαρτάνω
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξεπίσταμαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
προεξέρχομαι
προεξετάζω
View word page
προεξανίσταμαι
προεξανίσταμαι Pass., with aor2, perf., and plup. act. to rise and go out before or first, Hdt., Dem. in a race, to start before the signal is given, Hdt.

ShortDef

to rise and go out before

Debugging

Headword:
προεξανίσταμαι
Headword (normalized):
προεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προεξανισταμαι
IDX:
27505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27537
Key:
proecani/stamai

Data

{'content': 'προεξανίσταμαι\n Pass., with aor2, perf., and plup. act. to rise and go out before or first, Hdt., Dem.\n in a race, to start before the signal is given, Hdt.', 'key': 'proecani/stamai'}