Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προὐννέπω
προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαμαρτάνω
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξεπίσταμαι
προεξερευνάω
προεξερευνητής
View word page
προεξαΐσσω
προεξαΐσσω Attic -ᾴσσω fut. ξω to dart out before, as out of the ranks in battle, Hdt.; aor1 part. προεξᾴξαντες Thuc.

ShortDef

dart out before

Debugging

Headword:
προεξαΐσσω
Headword (normalized):
προεξαΐσσω
Headword (normalized/stripped):
προεξαισσω
IDX:
27503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27535
Key:
proecai/ssw

Data

{'content': 'προεξαΐσσω\n Attic -ᾴσσω\n fut. ξω\n to dart out before, as out of the ranks in battle, Hdt.; aor1 part. προεξᾴξαντες Thuc.', 'key': 'proecai/ssw'}