Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προὐννέπω
προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξαιρέω
προεξαΐσσω
προεξαμαρτάνω
προεξανίσταμαι
προεξαπατάω
προεξαποστέλλω
προεξέδρα
προέξειμι
προεξελαύνω
View word page
προεξαγκωνίζω
προεξαγκωνίζω fut. σω of pugilists, to move the arms before beginning to fight: also of a speaker, Arist.

ShortDef

to move the arms before

Debugging

Headword:
προεξαγκωνίζω
Headword (normalized):
προεξαγκωνίζω
Headword (normalized/stripped):
προεξαγκωνιζω
IDX:
27500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27532
Key:
proecagkwni/zw

Data

{'content': 'προεξαγκωνίζω\n fut. σω\n of pugilists, to move the arms before beginning to fight: also of a speaker, Arist.', 'key': 'proecagkwni/zw'}