Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
View word page
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτήδευτος ἐπιτηδεύω made without care or design, simple, artless, Luc. unpractised, untried, Plut.
ShortDef
made without care
Debugging
Headword:
ἀνεπιτήδευτος
Headword (normalized):
ἀνεπιτήδευτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτηδευτος
IDX:
2752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2753
Key:
a)nepith/deutos
Data
{'content': 'ἀνεπιτήδευτος\n ἐπιτηδεύω\n made without care or design, simple, artless, Luc.\n unpractised, untried, Plut.', 'key': 'a)nepith/deutos'}