Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερευνάω
View word page
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδειος unserviceable, unfit, Xen., Plat., etc.:— mischievous, prejudicial, hurtful, Hdt., Thuc. unkind, unfriendly, Thuc., Xen.
ShortDef
unserviceable, unfit
Debugging
Headword:
ἀνεπιτήδειος
Headword (normalized):
ἀνεπιτήδειος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτηδειος
IDX:
2751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2752
Key:
a)nepith/deios
Data
{'content': 'ἀνεπιτήδειος\n unserviceable, unfit, Xen., Plat., etc.:— mischievous, prejudicial, hurtful, Hdt., Thuc.\n unkind, unfriendly, Thuc., Xen.', 'key': 'a)nepith/deios'}