Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγω
προεκπέμπω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προέκπτωσις
προεκτίθημι
προεκτρέχω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προὐννέπω
προενοίκησις
View word page
προεκφόβησις
προεκφόβησις προεκφόβησις, εως, a previous panic, Thuc.
ShortDef
a previous panic
Debugging
Headword:
προεκφόβησις
Headword (normalized):
προεκφόβησις
Headword (normalized/stripped):
προεκφοβησις
IDX:
27486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27518
Key:
proekfo/bhsis
Data
{'content': 'προεκφόβησις\n προεκφόβησις, εως,\n a previous panic, Thuc.', 'key': 'proekfo/bhsis'}