Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγω
προεκπέμπω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προέκπτωσις
προεκτίθημι
προεκτρέχω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
προὐννέπω
View word page
προεκφοβέω
προεκφοβέω fut. ήσω to scare away before, Plut., Luc.
ShortDef
to scare away before
Debugging
Headword:
προεκφοβέω
Headword (normalized):
προεκφοβέω
Headword (normalized/stripped):
προεκφοβεω
IDX:
27485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27517
Key:
proekfobe/w
Data
{'content': 'προεκφοβέω\n fut. ήσω\n to scare away before, Plut., Luc.', 'key': 'proekfobe/w'}