Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προεκδέχομαι
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγω
προεκπέμπω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προέκπτωσις
προεκτίθημι
προεκτρέχω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προενάρχομαι
προενδείκνυμαι
View word page
προεκτρέχω
προεκτρέχω aor2 -εξέδραμον to run out before, Plut.

ShortDef

to run out before

Debugging

Headword:
προεκτρέχω
Headword (normalized):
προεκτρέχω
Headword (normalized/stripped):
προεκτρεχω
IDX:
27484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27516
Key:
proektre/xw

Data

{'content': 'προεκτρέχω\n aor2 -εξέδραμον\n to run out before, Plut.', 'key': 'proektre/xw'}