Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προεισφορά
προεκδέχομαι
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγω
προεκπέμπω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προέκπτωσις
προεκτίθημι
προεκτρέχω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προενάρχομαι
View word page
προεκτίθημι
προεκτίθημι Mid. to set forth before or by way of preface, Polyb.

ShortDef

put out or publish before; set forth, expound before

Debugging

Headword:
προεκτίθημι
Headword (normalized):
προεκτίθημι
Headword (normalized/stripped):
προεκτιθημι
IDX:
27483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27515
Key:
proekti/qemai

Data

{'content': 'προεκτίθημι\n Mid. to set forth before or by way of preface, Polyb.', 'key': 'proekti/qemai'}