Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεισφέρω
προεισφορά
προεκδέχομαι
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγω
προεκπέμπω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προέκπτωσις
προεκτίθημι
προεκτρέχω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προελπίζω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
View word page
προέκπτωσις
προέκπτωσις προ-έκπτωσις, εως, a going beyond limits, Strab.
ShortDef
a going beyond limits
Debugging
Headword:
προέκπτωσις
Headword (normalized):
προέκπτωσις
Headword (normalized/stripped):
προεκπτωσις
IDX:
27482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27514
Key:
proe/kptwsis
Data
{'content': 'προέκπτωσις\n προ-έκπτωσις, εως,\n a going beyond limits, Strab.', 'key': 'proe/kptwsis'}