Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεῖπον
προεισάγω
προεισέρχομαι
προεισπέμπω
προεισφέρω
προεισφορά
προεκδέχομαι
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγω
προεκπέμπω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προέκπτωσις
προεκτίθημι
προεκτρέχω
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
View word page
προεκλέγω
προεκλέγω fut. ξω to collect moneys not yet due, Dem.
ShortDef
to collect moneys not yet due
Debugging
Headword:
προεκλέγω
Headword (normalized):
προεκλέγω
Headword (normalized/stripped):
προεκλεγω
IDX:
27478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27510
Key:
proekle/gw
Data
{'content': 'προεκλέγω\n fut. ξω\n to collect moneys not yet due, Dem.', 'key': 'proekle/gw'}