Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
πρόειμι
πρόειμι
προεῖπον
προεισάγω
προεισέρχομαι
προεισπέμπω
προεισφέρω
προεισφορά
προεκδέχομαι
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγω
προεκπέμπω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προέκπτωσις
προεκτίθημι
View word page
προεισφορά
προεισφορά from προεισφέρω προεισφορά, ἡ, money advanced to pay the εἰσφορά for others, Dem.

ShortDef

money advanced to pay the εἰσφορά for others

Debugging

Headword:
προεισφορά
Headword (normalized):
προεισφορά
Headword (normalized/stripped):
προεισφορα
IDX:
27473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27505
Key:
proeisfora/

Data

{'content': 'προεισφορά\n from προεισφέρω\n προεισφορά, ἡ,\n money advanced to pay the εἰσφορά for others, Dem.', 'key': 'proeisfora/'}