Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
πρόειμι
πρόειμι
προεῖπον
προεισάγω
προεισέρχομαι
προεισπέμπω
προεισφέρω
προεισφορά
προεκδέχομαι
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγω
προεκπέμπω
προεκπλέω
View word page
προεισέρχομαι
προεισέρχομαι Dep. to come or go in before, Dem.
ShortDef
to come
Debugging
Headword:
προεισέρχομαι
Headword (normalized):
προεισέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προεισερχομαι
IDX:
27470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27502
Key:
proeise/rxomai
Data
{'content': 'προεισέρχομαι\n Dep. to come or go in before, Dem.', 'key': 'proeise/rxomai'}