Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
View word page
ἀγριοποιός
ἀγριοποιός ποιέω writing wild poetry, Ar.
ShortDef
writing wild poetry
Debugging
Headword:
ἀγριοποιός
Headword (normalized):
ἀγριοποιός
Headword (normalized/stripped):
αγριοποιος
IDX:
275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n275
Key:
a)griopoio/s
Data
{'content': 'ἀγριοποιός\n ποιέω\n writing wild poetry, Ar.', 'key': 'a)griopoio/s'}