Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
πρόειμι
πρόειμι
προεῖπον
προεισάγω
προεισέρχομαι
προεισπέμπω
προεισφέρω
προεισφορά
View word page
προεθίζω
προεθίζω fut. σω to train beforehand:—Pass. to be so trained, Xen., etc.

ShortDef

to train beforehand

Debugging

Headword:
προεθίζω
Headword (normalized):
προεθίζω
Headword (normalized/stripped):
προεθιζω
IDX:
27463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27495
Key:
proeqi/zw

Data

{'content': 'προεθίζω\n fut. σω\n to train beforehand:—Pass. to be so trained, Xen., etc.', 'key': 'proeqi/zw'}