Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
πρόειμι
πρόειμι
προεῖπον
προεισάγω
προεισέρχομαι
προεισπέμπω
προεισφέρω
View word page
προεέργω
προεέργω Epic for -είργω to stop by standing before, c. acc. et inf., προέεργε πάντας ὁδεύειν Il.
ShortDef
to stop by standing before
Debugging
Headword:
προεέργω
Headword (normalized):
προεέργω
Headword (normalized/stripped):
προεεργω
IDX:
27462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27494
Key:
proee/rgw
Data
{'content': 'προεέργω\n Epic for -είργω\n to stop by standing before, c. acc. et inf., προέεργε πάντας ὁδεύειν Il.', 'key': 'proee/rgw'}