Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
πρόειμι
πρόειμι
προεῖπον
προεισάγω
View word page
προεδρεύω
προεδρεύω fut. σω πρόεδρος to act as president, Aeschin.; πρ. τῆς βουλῆς Dem.
ShortDef
to act as president
Debugging
Headword:
προεδρεύω
Headword (normalized):
προεδρεύω
Headword (normalized/stripped):
προεδρευω
IDX:
27459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27491
Key:
proedreu/w
Data
{'content': 'προεδρεύω\n fut. σω\n πρόεδρος\n to act as president, Aeschin.; πρ. τῆς βουλῆς Dem.', 'key': 'proedreu/w'}