Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
πρόειμι
πρόειμι
View word page
προεγείρω
προεγείρω fut. -εγερῶ to wake up before, Arist.

ShortDef

to wake up before

Debugging

Headword:
προεγείρω
Headword (normalized):
προεγείρω
Headword (normalized/stripped):
προεγειρω
IDX:
27457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27489
Key:
proegei/rw

Data

{'content': 'προεγείρω\n fut. -εγερῶ\n to wake up before, Arist.', 'key': 'proegei/rw'}