Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
πρόειμι
View word page
πρόδρομος
πρόδρομος πρό-δρομος, ον, from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of προτρέχω running forward, with headlong speed, Trag. going in advance, Hdt., Eur.:— οἱ πρ. the advanced guard, "the guides, " a corps in the Maced. army, Arr. metaph. a precursor, Plat.

ShortDef

running forward, with headlong speed

Debugging

Headword:
πρόδρομος
Headword (normalized):
πρόδρομος
Headword (normalized/stripped):
προδρομος
IDX:
27456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27488
Key:
pro/dromos

Data

{'content': 'πρόδρομος\n πρό-δρομος, ον,\n from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of προτρέχω\n running forward, with headlong speed, Trag.\n going in advance, Hdt., Eur.:— οἱ πρ. the advanced guard, "the guides, " a corps in the Maced. army, Arr.\n metaph. a precursor, Plat.', 'key': 'pro/dromos'}