Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
View word page
προδρομή
προδρομή προδρομή, ἡ, from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of προτρέχω a running forward, a sally, sudden attack, Xen.

ShortDef

a running forward, a sally, sudden attack

Debugging

Headword:
προδρομή
Headword (normalized):
προδρομή
Headword (normalized/stripped):
προδρομη
IDX:
27455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27487
Key:
prodromh/

Data

{'content': 'προδρομή\n προδρομή, ἡ,\n from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of προτρέχω\n a running forward, a sally, sudden attack, Xen.', 'key': 'prodromh/'}