Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεῖδον
View word page
πρόδουλος
πρόδουλος πρό-δουλος, ον, serving as a slave, of a shoe, Aesch.
ShortDef
serving as a slave
Debugging
Headword:
πρόδουλος
Headword (normalized):
πρόδουλος
Headword (normalized/stripped):
προδουλος
IDX:
27454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27486
Key:
pro/doulos
Data
{'content': 'πρόδουλος\n πρό-δουλος, ον,\n serving as a slave, of a shoe, Aesch.', 'key': 'pro/doulos'}