Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
View word page
πρόδοτος
πρόδοτος πρόδοτος, ον, προδίδωμι betrayed, Soph., Eur.
ShortDef
betrayed
Debugging
Headword:
πρόδοτος
Headword (normalized):
πρόδοτος
Headword (normalized/stripped):
προδοτος
IDX:
27453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27485
Key:
pro/dotos
Data
{'content': 'πρόδοτος\n πρόδοτος, ον,\n προδίδωμι\n betrayed, Soph., Eur.', 'key': 'pro/dotos'}