Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
πρόεδρος
View word page
προδοτικός
προδοτικός from προδότης προδοτικός, ή, όν traitorous, Luc.
ShortDef
traitorous
Debugging
Headword:
προδοτικός
Headword (normalized):
προδοτικός
Headword (normalized/stripped):
προδοτικος
IDX:
27451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27483
Key:
prodotiko/s
Data
{'content': 'προδοτικός\n from προδότης\n προδοτικός, ή, όν\n traitorous, Luc.', 'key': 'prodotiko/s'}