Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεδρεύω
προεδρία
View word page
προδότης
προδότης προδότης, ου, ὁ, προδίδωμι a betrayer, traitor, Hdt., Attic one who abandons in danger, Aesch.
ShortDef
a betrayer, traitor
Debugging
Headword:
προδότης
Headword (normalized):
προδότης
Headword (normalized/stripped):
προδοτης
IDX:
27450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27482
Key:
prodo/ths
Data
{'content': 'προδότης\n προδότης, ου, ὁ,\n προδίδωμι\n a betrayer, traitor, Hdt., Attic\n one who abandons in danger, Aesch.', 'key': 'prodo/ths'}