Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
πρόδρομος
προεγείρω
προεγκάθημαι
View word page
προδοσία
προδοσία προδοσία, ἡ, προδίδωμι a giving up, betrayal, treason, Hdt., Eur., Dem.

ShortDef

a giving up, betrayal, treason

Debugging

Headword:
προδοσία
Headword (normalized):
προδοσία
Headword (normalized/stripped):
προδοσια
IDX:
27448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27480
Key:
prodosi/a

Data

{'content': 'προδοσία\n προδοσία, ἡ,\n προδίδωμι\n a giving up, betrayal, treason, Hdt., Eur., Dem.', 'key': 'prodosi/a'}