Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίφθονος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
View word page
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκεπτος ἐπισκέπτομαι inattentive, inconsiderate: adv. -τως, Hdt. pass. not examined, unregarded, Xen.
ShortDef
inattentive, inconsiderate
Debugging
Headword:
ἀνεπίσκεπτος
Headword (normalized):
ἀνεπίσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκεπτος
IDX:
2747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2748
Key:
a)nepi/skeptos
Data
{'content': 'ἀνεπίσκεπτος\n ἐπισκέπτομαι\n inattentive, inconsiderate: adv. -τως, Hdt.\n pass. not examined, unregarded, Xen.', 'key': 'a)nepi/skeptos'}