Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
προδρομή
View word page
πρόδομος
πρόδομος πρό-δομος, ὁ, the chamber entered immediately from the αὐλή, serving as the guestsʼ sleeping-room, Hom.
ShortDef
chamber entered from the forecourt
before the house
Debugging
Headword:
πρόδομος
Headword (normalized):
πρόδομος
Headword (normalized/stripped):
προδομος
IDX:
27445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27477
Key:
pro/domos1
Data
{'content': 'πρόδομος\n πρό-δομος, ὁ,\n the chamber entered immediately from the αὐλή, serving as the guestsʼ sleeping-room, Hom.', 'key': 'pro/domos1'}