Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
πρόδουλος
View word page
προδοκή
προδοκή , ἡ, δοκεύω a place where one lies in wait, lurking-place, Il.

ShortDef

place where one lies in wait, lurking-place

Debugging

Headword:
προδοκή
Headword (normalized):
προδοκή
Headword (normalized/stripped):
προδοκη
IDX:
27444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27476
Key:
prodo/kh

Data

{'content': 'προδοκή\n , ἡ,\n δοκεύω\n a place where one lies in wait, lurking-place, Il.', 'key': 'prodo/kh'}