Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
View word page
προδοκέω
προδοκέω only in perf. and plup. pass. ὥσπερ προεδέδοκτο αὐτοῖς as had been before determined, Thuc.; τὰ προδεδογμένα Thuc.; προὐδέδοκτο ταῦτά μοι this was my former opinion, Plat.

ShortDef

seem good beforehand, be resolved beforehand

Debugging

Headword:
προδοκέω
Headword (normalized):
προδοκέω
Headword (normalized/stripped):
προδοκεω
IDX:
27443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27475
Key:
prodoke/w

Data

{'content': 'προδοκέω\n only in perf. and plup. pass.\n ὥσπερ προεδέδοκτο αὐτοῖς as had been before determined, Thuc.; τὰ προδεδογμένα Thuc.; προὐδέδοκτο ταῦτά μοι this was my former opinion, Plat.', 'key': 'prodoke/w'}